ελατηριος

ελατηριος
    ἐλατήριος
    ἐλᾰτήριος
    2
    изгоняющий
    

(καθαρμοὴ ἀτᾶν ἐλατήριοι Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ελατηριος" в других словарях:

  • ἐλατήριος — driving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελατήριος — ον βλ. ελατήριο …   Dictionary of Greek

  • ἐλατήριον — ἐλατήριος driving masc/fem acc sg ἐλατήριος driving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλατηρίοις — ἐλατήριος driving masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλατηρίοισι — ἐλατήριος driving masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλατηρίου — ἐλατήριος driving masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλατηρίων — ἐλατήριος driving masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλατηρίῳ — ἐλατήριος driving masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλατήρια — ἐλατήριος driving neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλατήριοι — ἐλατήριος driving masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελατήριο — το (AM ἐλατήριος, ον) νεοελλ. 1. όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται κάτι σε κίνηση («το ελατήριο τού ρολογιού, τα ελατήρια τής μηχανής») 2. βαθύτερη αιτία, κίνητρο («τα ελατήρια τού εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.») 3. φρ. «πετάχτηκα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»